- γυψοσανίδα
- alcı plaka
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
γυψοσανίδα — η κατασκευή από γύψο, μικρά κομμάτια ξύλου, άχυρου κ.λπ. σε σχήμα σανίδας, που χρησιμοποιείται σε ελαφρές δομικές εργασίες … Dictionary of Greek
γυψοσανίδα — η τεχνητή σανίδα από γύψο και άχυρο που χρησιμεύει σε ελαφρές δομικές εργασίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek